- ὑπονοοῦμαι
- ὑπονοέωsuspectpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ὑπονοέωsuspectpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξυπακούομαι — υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous entendu < sous… … Dictionary of Greek
υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
εξυπακούομαι — αμτβ. (ιδίως στο γ εν. και πληθ. πρόσωπο ενεστ. και πρτ.), υπονοούμαι χωρίς να αναφέρομαι ρητά: Εξυπακούεται ότι θα πληρώσεις για να το πάρεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπονοώ — υπονόησα, υπονοήθηκα 1. υποδηλώνω κάτι έμμεσα χωρίς να το λέω ρητά, εκφράζω κάτι συγκαλυμμένα: Ο ποιητής υπονοεί σ αυτό το ποίημα κάτι άλλο. 2. το μέσ., υπονοούμαι δε λέγομαι ρητά, αλλά εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος: Αυτό υπονοείται. 3. το ουδ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)